pick up



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: pick up, pickup truck, pickup

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pick [sb] up vtr phrasal sep (collect in vehicle)παίρνω ρ μ
  περνάω να πάρω κάποιον έκφρ
  (κατά λέξη)παίρνω κάποιον με το αυτοκίνητο ρ μ
 I'll pick up the kids from school today.
 Θα πάρω τα παιδιά από το σχολείο με το αυτοκίνητο.
pick [sth] up vtr phrasal sep (fetch)παίρνω ρ μ
  φέρνω ρ μ
 Could you pick up my prescription on your way past the chemist?
 Θα μπορούσες να πάρεις τα φάρμακά μου καθώς περνάς από το φαρμακείο;
pick [sth/sb] up vtr phrasal sep (grasp, lift)σηκώνω ρ μ
  (μεταφορικά)μαζεύω ρ μ
  (κατά λέξη)πιάνω και σηκώνω περίφρ
 I picked up the book which had fallen onto the floor.
 Σήκωσα το βιβλίο που είχε πέσει στο πάτωμα.
pick [sb] up vtr phrasal sep figurative, slang (seduce) (αργκό, μεταφορικά)ψωνίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)ρίχνω ρ μ
 Lisa picked some guy up in a bar last night.
 Η Λίζα ψώνισε ένα τύπο στο μπαρ χτες το βράδυ.
pick up vi phrasal informal (improve)αυξάνομαι ρ αμ
  (μεταφορικά)ανεβαίνω ρ αμ
 We hope that sales will pick up next month.
 Ελπίζουμε ότι οι πωλήσεις θα αυξηθούν (or: ανεβούν) τον επόμενο μήνα.
pick up vi phrasal informal (answer phone call)απαντάω ρ αμ
  σηκώνω ρ μ
 I let the phone ring for ages but he didn't pick up.
 Άφησα το τηλέφωνο να χτυπήσει για αρκετή ώρα αλλά δεν απάντησε.
pick [sth] up,
pick up [sth]
vtr phrasal sep
figurative, informal (acquire: a habit, mannerism) (ανεπίσημο)κολλάω ρ μ
  αντιγράφω ρ μ
 Maria was worried that her son was picking up some bad habits from the other boys at school.
 Η Μαρία ανησυχούσε ότι ο γιος της κόλλαγε κάποιες κακές συνήθειες από τα άλλα αγόρια στο σχολείο.
pick [sth] up,
pick up [sth]
vtr phrasal sep
figurative, informal (learn: a language, skill)μαθαίνω ρ μ
 My brother is so good at languages, he picked up French in a week.
 Ο αδερφός μου είναι τόσο καλός στις γλώσσες που έμαθε Γαλλικά σε μια εβδομάδα.
pick [sth] up,
pick up [sth]
vtr phrasal sep
figurative, informal (learn over time, bit by bit)μαθαίνω ρ μ
  (γνώσεις)αποκτώ ρ μ
 Andy picked up his cookery skills while working in his father's restaurant.
 Ο Άντυ απέκτησε τις μαγειρικές του ικανότητες ενώ δούλευε στο εστιατόριο του πατέρα του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pick [sth] up,
pick up [sth]
vtr phrasal sep
(detect)ανιχνεύω, εντοπίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)πιάνω ρ μ
 The security scanner picked up something strange.
 The dogs picked up the scent of the deer.
 Ο σαρωτής ασφαλείας εντόπισε κάτι περίεργο. // Τα σκυλιά εντόπισαν τη μυρωδιά του ελαφιού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pickup truck,
pick-up truck,
pickup,
pick-up
n
(small open-back truck)ημιφορτηγό ουσ ουδ
 My new pickup truck is painted bright yellow.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pickup,
pick-up
n
US (small open-backed truck) (καθομιλουμένη, μτφ)αγροτικό επίθ ως ουσ ουδ
  (επίσημο)ημιφορτηγό ουσ ουδ
  (παλαιό, εμπορικό σήμα, μειωτικό)ντάτσουν ουσ ουδ άκλ
 The man gave us a ride in the back of his pickup.
pickup n informal (business: improvement)βελτίωση, ανάκαμψη ουσ θηλ
 Analysts have noted a pickup in last month's housing figures.
 Οι αναλυτές βλέπουν μια ανάκαμψη στα στοιχεία στέγασης του περασμένου μήνα.
pickup n (on musical instrument)μαγνήτης ουσ αρσ
 This guitar has three pickups.
pickup n informal (bus: letting passengers on)επιβίβαση, παραλαβή ουσ θηλ
  παίρνω κόσμο περίφρ
 You can't pass a schoolbus that's stopped for a pickup.
 Δεν μπορείς να προσπεράσεις ένα σχολικό λεωφορείο που έχει σταματήσει για επιβίβαση.
 Δεν μπορείς να προσπεράσεις ένα σχολικό λεωφορείο που έχει σταματήσει για να πάρει κόσμο.
pickup,
pick-up
n
(record player: amplifying device)πικάπ ουσ ουδ άκλ
 A record player's pickup holds the stylus.
pickup n (car: acceleration speed)επιτάχυνση ουσ θηλ
 This car's pickup is much faster than my last one.
 Η επιτάχυνση αυτού του αμαξιού είναι πολύ μεγαλύτερη από του προηγούμενού μου.
pickup n (freight collection)παραλαβή ουσ θηλ
 I've got a pickup at the factory first thing this morning.
 Έχω να κάνω μια παραλαβή από το εργοστάσιο πρωί πρωί.
pickup n informal (act of collecting [sth])παραλαβή ουσ θηλ
  αποκομιδή ουσ θηλ
  περισυλλογή ουσ θηλ
 Make sure to take the garbage out this morning because the pickup is at noon.
 Φρόντισε να βγάλεις τα σκουπίδια έξω σήμερα το πρωί γιατί η αποκομιδή είναι το μεσημέρι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pickup adj US, informal (impromptu)αυτοσχέδιος επίθ
  αυθόρμητος επίθ
pickup n (casual sexual acquaintance)γκόμενος, εραστής ουσ αρσ
  (η διαδικασία)αρπαχτή ουσ θηλ
  (κατά λέξη)ευκαιριακός εραστής επίθ + ουσ αρσ
  ευκαιριακός σύντροφος επίθ + ουσ αρσ/θηλ
 Samantha was at the bar with another of her pickups - I doubt she even knew his name!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
pick up | pickup truck | pickup
ΑγγλικάΕλληνικά
pick up on [sth] vi phrasal + prep informal (detect) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)πιάνω ρ μ
  αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω ρ μ
 I made an error in my calculations, but nobody picked up on it.
 Έκανα ένα λάθος στους υπολογισμούς μου, αλλά κανένας δεν το κατάλαβε.
pick up on [sth] vi phrasal + prep (talk about: [sth] mentioned) (μεταφορικά)πιάνομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
 Denise picked up on Laura's comment about working mothers.
 Η Ντενίς πιάστηκε από το σχόλιο της Λάουρα για τις εργαζόμενες μητέρες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
pick up | pickup | pickup truck
ΑγγλικάΕλληνικά
pick up speed v expr (get faster)επιταχύνω ρ αμ
pick up the phone v expr (answer phone call)σηκώνω το τηλέφωνο έκφρ
 Fiona picked up the phone and began talking to someone on the other end.
pick up the pieces v expr figurative (deal with aftermath) (μεταφορικά)μαζεύω τα κομμάτια μου έκφρ
  (μεταφορικά)ξαναστέκομαι στα πόδια μου έκφρ
 After her husband's death, she had to pick up the pieces the best she could.
pick up the torch v expr figurative (take over) (μεταφορικά)παίρνω τη σκυτάλη, παίρνω τα ηνία έκφρ
 Mozart picked up the torch passed to him from Haydn, and elevated classical music to new heights.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'pick up' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pick up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pick up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!